- αλευροκόσκινο
- τοκόσκινο αλεύρου, σήτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + κόσκινο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλευροκόσκινο — το ψιλό κόσκινο για το κοσκίνισμα του αλευριού: Το αλευροκόσκινο στις μέρες μας πάει να λείψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… … Dictionary of Greek